-
1 Late
adj.Behind the time: P. and V. ὕστερος, βραδύς.Delayed: Ar. and V. χρόνιος.Be late, be delayed, v.; P. and V. χρονίζειν.Be too late: P. and V. ὑστερεῖν, P. ὑστερίζειν.Too late for, adj.: P. and V. ὕστερος (gen.).Be too late for, v.: P. and V. ὑστερεῖν (gen.), P. ὑστερίζειν (gen.).Deceased: P. and V. τεθνηκώς, τεθνεώς.Of late: see Lately.With words of time: P. ὄψιος.Late in the afternoon: P. περὶ δείλην ὀψίαν.Late in learning: P. ὀψιμαθής (gen. or absol.).——————adv.P. and V. ὀψέ.It was late in the day: P. τῆς ἡμέρας ὀψὲ ἦν (Thuc. 4, 93).Late in life: P. πόρρω τῆς ἡλικίας.Late at night: P. πόρρω τῶν νυκτῶν.Till late: P. ἕως ὀψέ, εἰς ὀψέ.As late us possible: P. ὠς ὀψιαίτατα.Too late: V. ὀψέ, ὄψʼ ἄγαν, ὕστερον (Eur., Rhes. 333), μεθύστερον.I have come too late for: V. ὕστερος ἀφῖγμαι (gen.) (Eur., H.F. 1174).He arrives at Delium too late: P. ὕστερος ἀφικνεῖται ἐπὶ τὸ Δήλιον (Thuc. 4, 90).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Late
-
2 at all hours
(at irregular times, especially late at night: He comes home at all hours.) οποιαδήποτε ώρα της ημέρας -
3 daytime
noun (the time when it is day.) διάρκεια της ημέρας -
4 see the light
1) (to be born, discovered, produced etc: After many problems his invention finally saw the light (of day).) γεννιέμαι: βλέπω το φως της ημέρας, δημοσιότητας2) (to be converted to someone else's point of view etc.) πείθομαι: αφυπνίζομαι -
5 Down
subs.Ar. χνοῦς, ὁ, V. λάχνη, ἡ, ἴουλος, ὁ.——————adv.P. and V. κάτω.Up and down: see under Up.——————prep.Down hill: P. εἰς τὸ κάταντες (Xen.), κατὰ πρανοῦς (Xen.).He has continued to do this down to this very day: P. τοῦτο διατετέλεκε ποιῶν μέχρι ταύτης τῆς ἡμέρας (Dem. 1087).Upside down: see Upside (Upside down).Depreciate: P. and V. διαβάλλειν, P. διασύρειν.Trample on one who is down: Ar. ἐπεμπηδᾶν κειμένῳ (Nub. 550).Go down: see Abate.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Down
-
6 Evening
subs.P. and V. ἑσπέρα, ἡ.Late in the evening: P. ὀψὲ τῆς ἡμέρας; see Late.Of evening, adj.: V. ἕσπερος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Evening
-
7 To-day
adv.Ar. and P. τήμερον, V. σήμερον, ἐν τῇδʼ ἡμέρᾳ, τῇδʼ ἐν ἡμέρᾳ.Till to-day: V. ἐς τόδʼ ἡμέρας.——————subs.P. and V. ἥδε ἡ ἡμέρα (or omit articte in V.), ἡ νῦν ἡμέρα.Till to-day: P. ἄχρι τῆς τήμερον ἡμέρας (Dem. 118).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > To-day
-
8 Throw
v. trans.P. and V. βάλλειν, ῥίπτειν, ἀφιέναι, μεθιέναι (rare P.), Ar. and V. ἱέναι, V. δικεῖν ( 2nd aor.), ἰάπτειν.Throw in wrestling: Ar. and P. καταπαλαίειν (the passage in Eur., I. A. 1013, is doubtful), P. and V. καταβάλλειν.Trip up: P. ὑποσκελίζειν.Throw the javelin: P. and V. ἀκοντίζειν.Throw about: Ar. and P. διαρριπτεῖν (Xen.).Lose wilfully: P. and V. ἀποβάλλειν, P. προΐεσθαι.His head is thrown back. V. κάρα... ὑπτιάζεται (Soph.., Phil. 822).Throw down upon: V. ἐγκατασκήπτειν (τί τινι)., ἐπεμβάλλειν (τι).Be thrown from a chariot: V. ἐκκυλίνδεσθαι (gen.) (Soph., O. R. 812).Throw fire into: P. and V. πῦρ ἐνιέναι εἰς (acc.).Throw oneself into: P. and V. εἰσπίπτειν (P. εἰς, V. dat. alone); see rush into.Throw in one's lot with: P. συνίστασθαι (dat.), P. and V. ἵστασθαι μετά (gen.).Throw in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).Throw away: P. and V. ἀποβάλλειν, ἐκβάλλειν.Throw off the yoke of: use P. and V. ἀφίστασθαι (gen.) (lit., revolt from), or use be rid of, see Rid.Throw on: P. and V. ἐπιβάλλειν (τί τινι).Throw blame on: P. αἰτίαν ἀνατιθέναι (dat.); see Impute.Throw oneself on (another's mercy, etc.): P. παρέχειν ἑαυτόν (lit., yield oneself up).Throw out: P. and V. ἐκβάλλειν, ἀποβάλλειν; see cast out.Be thrown out: P. and V. ἐκπίπτειν, V. ἐκπίτνειν.Throw out a proposal, vote against it: Ar. and P. ἀποχειροτονεῖν.met., betray: P. and V. προδιδόναι.Fling away: P. προΐεσθαι; see Resign.As a defence: P. προσπεριβάλλειν.Cast up in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).Throw up earth: P. ἀναβάλλειν χοῦν (Thuc., 4, 90), P. and V. χοῦν.They proceeded to throw up an embankment against the city: P. χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν (Thuc. 2, 75).These are the defences I threw up to protest Attica: P. ταῦτα προὐβαλόμην πρὸ τῆς Ἀττικῆς (Dem. 325).Throw upon: see throw on, throw down upon.Throw oneself upon: attack.——————subs.P. ῥῖψις, ἡ.Range: P. and V. βολή, ἡ.Of the dice: V. βολή, ἡ, βλῆμα, τό.Day by day you make your throw adventuring war against the Argives: V. ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη (Eur., Rhes. 445).I trust that it ( the people) will yet throw a different cast of the dice: V. ἔτʼ αὐτὸν ἄλλα βλήματʼ ἐν κύβοις βαλεῖν πέποιθα (Eur., Supp. 330).Of a quoit: V. δίσκημα, τό (Soph., frag.).In wrestling: P. and V. πάλαισμα, τό.If you be matched and receive a fatal throw: V. εἰ παλαισθεὶς πτῶμα θανάσιμον πεσεῖ (Eur., El. 686).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Throw
-
9 Yesterday
adv.The day before yesterday, adv.: Ar. and P. πρώην.Yesterday or the day before: P. πρώην καὶ χθές, χθὲς καὶ πρώην, Ar. χθές τε καὶ πρώην (Ran. 726).Having come hither yesterday from the Erechthidae: V. Ἐρεχθειδῶν ἄπο δεῦρʼ ἐκκομισθεὶς τῆς πάροιθεν ἡμέρας (Eur., Phoen. 852).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Yesterday
См. также в других словарях:
Γραβιάς, χάνι της- — Το ονομαστό πανδοχείο γύρω από το οποίο δόθηκε μάχη που αποτέλεσε σύμβολο ηρωισμού στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Γερολέκα, στη βόρεια έξοδο του στενού της Άμπλιανης, μεταξύ Παρνασσού και Γκιόνας.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
μεσημέρι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 930 κάτ.) στην πρώην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται 4 χλμ. Δ της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Έδεσσας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 1.338 κάτ.) του νομού… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ηλιοφάνεια — Στη μετεωρολογία είναι ο λόγος του αριθμού των ωρών κατά τις οποίες ο Ήλιος είναι πραγματικά ορατός σε μια τοποθεσία (πραγματική η.) προς τον αριθμό των ωρών κατά τις οποίες ο Ήλιος θα έπρεπε –από αστρονομική άποψη– να φωτίζει την ίδια τοποθεσία… … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek